ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ...



Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν η Μάρθα ξεκίνησε για να συναντήσει τον Ιησού, μόλις αυτός εμφανίστηκε στο φρύδι του λόφου που ήταν κοντά στη Βηθανία. Ο αδελφός της, ο Λάζαρος, ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και είχε ταφεί, στο ιδιωτικό τους μνήμα, σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος στην άκρη του κήπου, αργά την Κυριακή το απόγευμα. Ο λίθος στην είσοδο του τάφου είχε κυλιστεί στη θέση της το πρωί αυτής της ημέρας, της Πέμπτης.







Όταν η Μάρθα και η Μαρία ειδοποίησαν τον Ιησού σχετικά με την αρρώστια του Λαζάρου, είχαν την πεποίθηση ότι ο Κύριος θα έκανε κάτι γι αυτό. Γνώριζαν ότι ο αδελφός τους ήταν απελπιστικά άρρωστος και, αν και μετά βίας τολμούσαν να ελπίζουν ότι ο Ιησούς θα άφηνε το έργο της διδασκαλίας και του κηρύγματός του για να έρθει να τους συμπαρασταθεί, είχαν τόση εμπιστοσύνη στη δύναμή του να θεραπεύει αρρώστιες, ώστε σκέφτηκαν πως αρκούσε μόνο να προφέρει τις θεραπευτικές λέξεις και ο Λάζαρος θα γινόταν αμέσως καλά. Και όταν ο Λάζαρος πέθανε λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του αγγελιαφόρου από τη Βηθανία για τη Φιλαδέλφεια, αιτιολόγησαν ότι αυτό έγινε επειδή ο Κύριος δεν έμαθε για την αρρώστια του αδελφού τους παρά όταν ήταν πολύ αργά, παρά όταν ήταν ήδη νεκρός κάμποσες ώρες.







Όμως αυτές, μαζί με όλους του πιστεύοντας φίλους τους, βρέθηκαν σε αμηχανία με το μήνυμα που έφερε πίσω ο δρομέας την Τρίτη το πρωί, όταν έφτασε στη Βηθανία. Ο αγγελιαφόρος επέμενε ότι άκουσε τον Ιησού να λέγει, «… αυτή η αρρώστια δεν θα οδηγήσει πραγματικά στο θάνατο». Ούτε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν τους έστειλε καμία είδηση, ούτε τους προσέφερε αλλιώτικα βοήθεια.







Πολλοί φίλοι από τις διπλανές κωμοπόλεις και άλλοι από την Ιερουσαλήμ είχαν έρθει για να παρηγορήσουν τις πενθούσες αδελφές. Ο Λάζαρος και οι αδελφές του ήταν παιδιά ενός ευκατάστατου και σπουδαίου Ιουδαίου, κάποιου που ήταν προύχοντας του μικρού χωριού της Βηθανίας. Και παρόλο που και οι τρεις ήταν από καιρό πολύ φλογεροί οπαδοί του Ιησού, τους σεβόντουσαν πολύ όλοι όσοι τους γνώριζαν. Είχαν κληρονομήσει εκτεταμένους αμπελώνες και ελαιώνες στην περιφέρεια και το ότι ήταν πλούσιοι επιβεβαίωνε και το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να έχουν ιδιωτικό μνήμα στα δικά τους κτήματα. Και οι δυο γονείς τους είχαν ταφεί ήδη σε αυτό το μνήμα.







Η Μαρία είχε εγκαταλείψει τη σκέψη του ερχομού του Ιησού και είχε παραδοθεί στη θλίψη της, αλλά η Μάρθα είχε προσκολληθεί στην ελπίδα ότι ο Ιησούς θα ερχόταν, ακόμα και την ώρα που εκείνο το ίδιο πρωί κυλούσαν την πέτρα μπροστά από το μνήμα και σφράγιζαν την είσοδο. Ακόμα και τότε είχε δώσει εντολή σ’ ένα γειτονόπουλο να παραφυλάει το δρόμο της Ιεριχούς από το φρύδι του λόφου στα ανατολικά της Βηθανίας. Και ήταν το ίδιο αγόρι που έφερε τα νέα στη Μάρθα ότι ο Ιησούς και οι φίλοι του πλησίαζαν.







Όταν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, έπεσε στα πόδια του, αναφωνώντας, «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει!». Πολλοί φόβοι περνούσαν από το μυαλό της Μάρθας, αλλά δεν εξέφρασε καμία αμφιβολία, ούτε επιχείρησε να κριτικάρει ή να ρωτήσει για τη συμπεριφορά του Κυρίου σχετικά με το θάνατο του Λαζάρου. Όταν η Μάρθα είπε αυτά, ο Ιησούς χαμήλωσε και, σηκώνοντας την όρθια στα πόδια της, είπε: «Έχε πίστη μόνο, Μάρθα, και ο αδελφός σου θα αναστηθεί». Τότε απάντησε η Μάρθα: «Γνωρίζω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση της έσχατης μέρας, και ακόμα και τώρα πιστεύω ότι οτιδήποτε ζητήσεις από το Θεό, ο Πατέρας μας θα σου το δώσει».







Τότε είπε ο Ιησούς, κοιτάζοντας τη Μάρθα κατευθείαν στα μάτια: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Όντως, όποιος ζει και πιστεύει σε μένα δεν θα πεθάνει ποτέ. Μάρθα το πιστεύεις αυτό;». Και η Μάρθα απάντησε στον Κύριο: «Ναι, από καιρό έχω πιστέψει ότι είσαι ο Λυτρωτής, ο Γιος του ζωντανού Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον αυτό».







Ο Ιησούς επειδή ρώτησε για τη Μαρία, η Μάρθα πήγε αμέσως στο σπίτι, και ψιθυρίζοντας είπε στην αδελφή της: «Ο Κύριος είναι εδώ και ρώτησε για σένα». Όταν η Μαρία το άκουσε αυτό, σηκώθηκε γρήγορα και βιαστικά πήγε να συναντήσει τον Ιησού, που παρέμενε στην ίδια θέση, λίγο μακρύτερα από το σπίτι, εκεί που τον είχε προϋπαντήσει η Μάρθα. Οι φίλοι που ήταν με τη Μαρία, προσπαθώντας να την παρηγορήσουν, όταν είδε ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, υποθέτοντας ότι κατευθυνόταν στον τάφο για να θρηνήσει.







Πολλοί από τους παρόντες ήταν οι χειρότεροι εχθροί του Ιησού. Γι αυτό η Μάρθα είχε βγει έξω να τον συναντήσει μόνη και επίσης γι αυτό είχε πάει κρυφά να πληροφορήσει τη Μαρία ότι ο Ιησούς είχε ρωτήσει γι αυτή. Η Μάρθα, αν και επιθυμούσε πολύ να δει τον Ιησού, ήθελε να αποφύγει κάθε δυνατή δυσαρέσκεια που μπορεί να προκαλείτο από τον ερχομό του, ξαφνικά εν μέσω μια μεγάλης ομάδας εχθρών του από την Ιερουσαλήμ. Ήταν πρόθεση της Μάρθας να παραμείνει στο σπίτι με τους φίλους τους ενόσω η Μαρία πήγαινε να χαιρετήσει τον Ιησού, αλλά απέτυχε σ’ αυτό, επειδή όλοι ακολούθησαν τη Μαρία και έτσι βρέθηκαν όλοι απροσδόκητα μπροστά στον Κύριο.







Η Μάρθα οδήγησε τη Μαρία στον Ιησού, και όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, αναφωνώντας, «Αν ήσουν μόνο εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει!». Και όταν ο Ιησούς είδε πόσο όλοι θρηνούσαν για το θάνατο του Λάζαρου, η ψυχή του ταράχτηκε από τη συγκίνηση.







Όταν αυτοί που θρηνούσαν είδαν πως η Μαρία είχε βγει να χαιρετήσει τον Ιησού, τραβήχτηκαν σε μικρή απόσταση ενώ η Μάρθα και η Μαρία μιλούσαν με τον Κύριο και δεχόντουσαν επιπλέον λόγια παρηγοριάς και ενθάρρυνσης για να κρατήσουν δυνατή την πίστη τους στον Πατέρα και να ολοκληρώσουν την υποταγή τους στη θεία θέληση.







Το ανθρώπινο μυαλό του Ιησού ταράχτηκε δυνατά από την αντίθεση μεταξύ της αγάπης του για το Λάζαρο και τις αδελφές του που υπέφεραν, και της αποστροφής και περιφρόνησής του για την επίδειξη αγάπης που εκδήλωναν μερικοί από τους άπιστους και αποφασισμένους να σκοτώσουν Ιουδαίους. Ο Ιησούς δυσανασχέτησε με αγανάκτηση από την επίδειξη του βεβιασμένου πένθους για το Λάζαρο εκ μέρους μερικών υποκρινόμενων φίλων, εφόσον μια τόσο ψεύτικη θλίψη συνδεόταν στις καρδιές τους με την τόσο φοβερή έχθρα τους προς αυτόν. Μερικοί από τους Ιουδαίους, όμως, ήταν ειλικρινείς στη θλίψη τους, γιατί ήταν αληθινοί φίλοι της οικογένειας.







1. ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ







Αφού ο Ιησούς παρηγόρησε λίγα λεπτά τη Μάρθα και τη Μαρία, χώρια από τους άλλους, τις ρώτησε, «Πού τον θάψατε;», και η Μάρθα τότε είπε, «Έλα να δεις». Και καθώς ο Κύριος ακολουθούσε σιωπηλά τις δυο θλιμμένες αδελφές, έκλαψε. Όταν οι φίλοι Ιουδαίοι, που ακολουθούσαν μετά από αυτόν, είδαν τα δάκρυα, είπε ένας από αυτούς: «Προσέξτε πόσο τον αγαπούσε. Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει κάτι ώστε να μην πεθάνει;». Την ώρα εκείνη είχαν φτάσει και στεκόντουσαν μπροστά στον οικογενειακό τάφο, μια μικρή φυσική σπηλιά ή απόκλιση, σε προεξοχή βράχου που υψωνόταν τριάντα πόδια στην άκρη του χωραφιού.







Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε στα ανθρώπινα μυαλά για ποιο λόγο ακριβώς έκλαιγε ο Ιησούς. Ενώ έχουμε πρόσβαση στην καταγραφή των συνδυασμένων ανθρώπινων συναισθημάτων και θεϊκών σκέψεων, όπως βρίσκονται ανεπίσημα στο μυαλό του Προσωπικού Ρυθμιστή, όμως δεν είμαστε τελείως βέβαιοι για την πραγματική αιτία αυτών των συναισθηματικών εκδηλώσεων. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι ο Ιησούς έκλαιγε εξαιτίας ενός αριθμού σκέψεων και συναισθημάτων που συνέβαιναν στο μυαλό του εκείνη την ώρα, όπως:







1. Ένιωσε μιαν αυθεντική και γεμάτη θλίψη συμπόνια για τη Μάρθα και τη Μαρία. Αισθανόταν πραγματική και βαθιά ανθρώπινη αγάπη για τις αδελφές αυτές που είχαν χάσει τον αδελφό τους.







2. Το μυαλό του είχε συγχυστεί από την παρουσία του πλήθους των πενθούντων, μερικών ειλικρινών και μερικών απλά υποκριτών. Αποστρεφόταν πάντοτε αυτές τις κοσμικές επιδείξεις πένθους. Γνώριζε ότι οι αδελφές αγαπούσαν τον αδελφό τους και πίστευαν στη μετά θάνατο επιβίωση. Αυτά τα αντιμαχόμενα συναισθήματα μπορούν πιθανόν να εξηγήσουν γιατί αναστέναζε όταν πλησίασε το μνήμα.







3. Δίσταζε πραγματικά να φέρει πίσω στη ζωή το Λάζαρο. Οι αδελφές του τον χρειάζονταν στ’ αλήθεια, αλλά ο Ιησούς στενοχωριόταν που θα έπρεπε να κάνει πάλι τους φίλους του να βιώσουν την οδυνηρή καταδίωξη, που πολύ καλά γνώριζε ότι θα υφίστατο ο Λάζαρος, σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι υπήρξε υποκείμενο της μεγαλύτερης από όλες τις επιδείξεις θεϊκής δύναμης του Γιου του Ανθρώπου.







Και τώρα μπορούμε να αφηγηθούμε ένα ενδιαφέρον και διδακτικό γεγονός: Αν και η αφήγηση αυτή εμφανίζεται σαν ένα προφανές φυσικό και συνηθισμένο γεγονός των ανθρώπινων υποθέσεων, περιέχει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες έμμεσες απόψεις. Όταν ο αγγελιαφόρος πήγε στον Ιησού την Κυριακή, αναγγέλλοντάς του την αρρώστια του Λαζάρου, και ενώ ο Ιησούς έστειλε την είδηση ότι αυτό «δεν θα οδηγούσε στο θάνατο», συγχρόνως πήγε προσωπικά στη Βηθανία και επιπλέον ρώτησε τις αδελφές , «Πού τον έχετε θάψει;». Ακόμα και αν όλα αυτά φαίνονται να δείχνουν ότι ο Κύριος ακολουθούσε τις συνήθειες της ζωής αυτής και ήταν σε συμφωνία με την περιορισμένη γνώση του ανθρώπινου μυαλού, εντούτοις, τα αρχεία του σύμπαντος αποκαλύπτουν ότι ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού εξέδιδε εντολές για την επ’ αόριστο κράτηση (διατήρηση) του Ρυθμιστή Σκέψης του Λαζάρου στον πλανήτη, που επακολουθούσε του θανάτου του, και αυτή η εντολή δόθηκε μόλις δεκαπέντε λεπτά πριν ο Λάζαρος ξεψυχήσει.







Μήπως το θεϊκό μυαλό του Ιησού γνώριζε, ακόμα προτού πεθάνει ο Λάζαρος, ότι θα ανασταινόταν από τους νεκρούς; Δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε μόνο ό,τι παραθέτουμε σαν αναφορά.







Πολλοί από τους εχθρούς του Ιησού ήταν προδιατεθειμένοι να χλευάσουν τις εκδηλώσεις αγάπης του, και είπαν μεταξύ τους: «Αν νοιαζόταν τόσο πολύ γι αυτόν τον άνδρα, γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ πριν έρθει στη Βηθανία; Αν είναι ό,τι ισχυρίζονται, γιατί δεν έσωσε τον αγαπημένο φίλο του; Ποιο το όφελος να θεραπεύει αγνώστους στη Γαλιλαία αν δεν μπορεί να σώσει αυτούς που αγαπά;». Και με πολλούς άλλους τρόπους κοροϊδεύανε και λέγανε τις απόψεις τους για τη διδασκαλία και το έργο του Ιησού.







Και έτσι, την Πέμπτη το μεσημέρι κατά τις δυόμισι, στήθηκε το σκηνικό, στην μικρή αυτή πόλη της Βηθανίας, για την παρουσίαση του μέγιστου όλων των έργων που συνδέθηκαν με τη γήινη υπηρεσία του Μιχαήλ από το Νέβαδον, της μεγαλύτερης επίδειξης θεϊκής δύναμης κατά τη διάρκεια της ενσάρκωσής του σαν θνητός, αφού η δική του ανάσταση έλαβε χώρα όταν πια είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά του θνητού σώματος.







Η μικρή ομάδα μαζεύτηκε μπροστά από το μνήμα του Λαζάρου και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία εκεί κοντά, μιας μεγάλης συρροής όλων των τάξεων των ουράνιων όντων, συγκεντρωμένων κάτω από την καθοδήγηση του Γαβριήλ, που περίμεναν την εντολή του Προσωπικού Ρυθμιστή του Ιησού, και δονούνταν με προσδοκία και ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν την εντολή του αγαπημένου τους Ηγεμόνα.







Όταν ο Ιησούς πρόφερε τα λόγια της διαταγής: «Απομακρύνατε το λίθο», τα συγκεντρωμένα ουράνια πνεύματα ετοιμάστηκαν για να παίξουν το δράμα της ανάστασης του Λαζάρου στην παρόμοια θνητή μορφή του. Τέτοιο είδος ανάστασης εμπεριέχει δυσκολίες στην εκτέλεση οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τη συνηθισμένη τεχνική της ανάστασης θνητών υπάρξεων στη μοροντιανή μορφή και απαιτούνται πολύ περισσότερες ουράνιες προσωπικότητες και πολύ μεγαλύτερη οργάνωση των συμπαντικών μέσων.







Όταν η Μάρθα και η Μαρία άκουσαν τη διαταγή του Ιησού να δίνει την εντολή, ο λίθος που έκλεινε το μνήμα να κυλιστεί μακριά, πληρώθηκαν από ανάμεικτα συναισθήματα. Η Μαρία ήλπιζε ότι ο Λάζαρος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς, αλλά η Μάρθα, ενώ μέχρι ενός ορισμένου σημείου μοιραζόταν την πίστη της αδελφής της, είχε όμως επηρεαστεί από το φόβο ότι ο Λάζαρος δεν θα ήταν πλέον παρουσιάσιμος, στην εμφάνιση, για τον Ιησού, τους αποστόλους και τους φίλους τους. Είπε η Μάρθα: «Είναι ανάγκη να κυλήσουμε το λίθο; Ο αδελφός μου είναι πεθαμένος ήδη τέσσερις μέρες, και η αποσύνθεση του σώματος θα έχει αρχίσει». Η Μάρθα το ανέφερε επίσης αυτό επειδή δεν ήταν βέβαιη για το λόγο που ο Κύριος είχε ζητήσει να μετακινηθεί ο λίθος. Νόμιζε ότι ίσως ο Ιησούς να ήθελε να ρίξει μόνο μια τελευταία ματιά στο Λάζαρο. Δεν ήταν σταθερή και πιστή στη συμπεριφορά της. Καθώς δίσταζαν να κυλήσουν το λίθο, ο Ιησούς είπε: «Δεν σας είπα από την αρχή ότι αυτή η αρρώστια δεν θα οδηγούσε στο θάνατο; Μήπως δεν ήρθα για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου; Και αφού ήρθα σε σας, δεν σας είπα ότι, αν μόνο πιστεύετε, θα δείτε τη δόξα του Θεού; Γιατί λοιπόν αμφιβάλετε; Πόσο θα κάνετε πριν πιστέψετε και υπακούσετε;».



Όταν ο Ιησούς σταμάτησε να μιλάει, οι απόστολοί του, με τη βοήθεια πρόθυμων γειτόνων, έπιασαν το λίθο και τον κύλησαν μακριά από την είσοδο του μνήματος.







Ήταν κοινή πεποίθηση των Ιουδαίων ότι η πτώση της χολής από τη μύτη του σπαθιού του αγγέλου του θανάτου, άρχιζε από το τέλος της τρίτης μέρας, έτσι που την τέταρτη μέρα το αποτέλεσμα ήταν ολοκληρωμένο. Επέτρεπαν να καθυστερήσει η ψυχή του ανθρώπου κοντά στο μνήμα μέχρι το τέλος της τρίτης μέρας, καθώς αναζητούσε να ξαναζωντανέψει το νεκρό σώμα, αλλά πίστευαν ακράδαντα πως η ψυχή εκείνη συνέχιζε την πορεία της για τη διαμονή των αναχωρούντων πνευμάτων πριν από την αυγή της τέταρτης μέρας.







Αυτά τα πιστεύω και οι γνώμες αναφορικά με το θάνατο και την αναχώρηση των πνευμάτων των νεκρών εξυπηρετούσαν στο να βεβαιώνουν τις σκέψεις όλων εκείνων που ήταν παρόντες στο μνήμα του Λαζάρου και στη συνέχεια όλους εκείνους που μπορεί να άκουγαν για το τι είχε συμβεί, ότι αυτή ήταν πραγματικά μια αληθινή περίπτωση ανάστασης από τους νεκρούς δια της προσωπικής εργασίας του ενός που διακήρυσσε ότι ήταν «η ανάσταση και η ζωή».







2. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ







Καθώς αυτή η παρέα των σαράντα-πενήντα θνητών στεκόταν μπροστά από τον τάφο, μπορούσαν αμυδρά να δουν τη μορφή του Λαζάρου, τυλιγμένη με επιδέσμους από λινό, να αναπαύεται στη δεξιά χαμηλότερη κόγχη της ταφικής σπηλιάς. Ενόσω αυτές οι γήινες υπάρξεις στεκόντουσαν εκεί σε μια ησυχία σχεδόν χωρίς να αναπνέουν, μια μεγάλη στρατιά από ουράνια πλάσματα αιωρούνταν στις θέσεις τους, έτοιμα να ανταποκριθούν στο νεύμα για δράση, όταν αυτό θα δινότανε από τον Γαβριήλ, τον αρχιστράτηγό τους.







Ο Ιησούς ύψωσε τα μάτια και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που άκουσες και πραγματοποίησες το αίτημά μου. Γνωρίζω ότι πάντα με ακούς, ένεκα όμως εκείνων που βρίσκονται εδώ μαζί μου, μιλάω έτσι σε σένα, ώστε να πιστέψουν ότι με έστειλες στον κόσμο, και για να γνωρίσουν ότι συνεργάζεσαι με μένα σε εκείνο που πρόκειται να κάνουμε». Και όταν προσευχήθηκε, φώναξε με δυνατή φωνή, «Λάζαρε, έλα έξω!».







Αν και οι παρατηρητές παρέμεναν ακίνητοι, η μεγάλη ουράνια στρατιά ήταν σε έντονη κινητικότητα για από κοινού δράση υπακούοντας στο λόγο του Δημιουργού. Ακριβώς σε δώδεκα δευτερόλεπτα γήινου χρόνου, η μέχρι τώρα χωρίς ζωή μορφή του Λαζάρου άρχισε να κινείται και χωρίς καθυστέρηση ανασηκώθηκε στην άκρη του ίδιου λίθου επί του οποίου αναπαυόταν. Το σώμα του ήταν τυλιγμένο με βαριές ταινίες και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με μαντήλι. Και καθώς στάθηκε όρθιος μπροστά τους – ζωντανός – ο Ιησούς είπε, «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει».







Όλοι, εκτός από τους αποστόλους, τη Μάρθα και τη Μαρία, έτρεξαν στο σπίτι. Ήταν ωχροί από το φόβο και καταβεβλημένοι από την κατάπληξη. Ενώ μερικοί παρέμειναν, πολλοί έφυγαν βιαστικά για τα σπίτια τους.







Ο Λάζαρος χαιρέτησε τον Ιησού και τους αποστόλους και ρώτησε να μάθει τη σημασία των ταινιών της ταφής και γιατί είχε ξυπνήσει στον κήπο. Ο Ιησούς και οι απόστολοι αποτραβήχτηκαν σε μια μεριά ενώ η Μάρθα είπε στο Λάζαρο για το θάνατο, την ταφή και την ανάστασή του. Έπρεπε να του εξηγήσει ότι πέθανε την Κυριακή και τώρα είχε γυρίσει πίσω στη ζωή, την Πέμπτη, επειδή δεν είχε συνείδηση του χρόνου από την ώρα που πέθανε.







Όταν ο Λάζαρος βγήκε από τον τάφο, ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού, τώρα αρχηγός του είδους του στο τοπικό σύμπαν, έδωσε εντολή στον πρώην Ρυθμιστή του Λαζάρου, που περίμενε, να ξαναρχίσει να κατοικεί στο μυαλό και την ψυχή του αναστημένου ανθρώπου.







Τότε ο Λάζαρος πήγε στον Ιησού και με τις αδελφές του, γονάτισε στα πόδια του Κυρίου, για να τον ευχαριστήσει και να δοξάσει το Θεό. Ο Ιησούς, πιάνοντας το Λάζαρο από το χέρι, τον ανασήκωσε, λέγοντας: «Γιε μου, αυτό που συνέβη σε σένα θα το βιώσουν όλοι όσοι πιστεύουν στο ευαγγέλιο, αυτοί όμως θα αναστηθούν με πιο ένδοξο τρόπο. Θα είσαι ζωντανός μάρτυρας της αλήθειας που λέγω – δηλαδή ότι είμαι η ανάσταση και η ζωή. Πάμε όμως τώρα στο σπίτι και ας δώσουμε τροφή στα φυσικά αυτά σώματα».







Καθώς βάδιζαν προς το σπίτι, ο Γαβριήλ απέλυσε τις έκτακτες ομάδες των συγκεντρωμένων ουράνιων πνευμάτων, ενώ έκανε αναφορά για την πρώτη και τελευταία φορά που μια θνητή ύπαρξη στην Ουράντια αναστήθηκε από το θάνατο.







Ο Λάζαρος δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ήξερε ότι ήταν σοβαρά άρρωστος, αλλά μπορούσε να θυμηθεί μόνο ότι είχε αποκοιμηθεί και είχε ξυπνήσει. Δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να πει οτιδήποτε για τις τέσσερις αυτές μέρες στον τάφο επειδή δεν είχε καθόλου συνείδηση. Ο χρόνος δεν υπάρχει για εκείνους που κοιμούνται τον ύπνο του θανάτου.







Αν και πολλοί πίστεψαν στον Ιησού σαν αποτέλεσμα του δυναμικού έργου του, άλλοι σκλήρυναν τις καρδιές τους και τον απέρριψαν περισσότερο. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αυτή η ιστορία είχε διαδοθεί σε όλη την Ιερουσαλήμ. Δεκάδες άνδρες και γυναίκες πήγαν στη Βηθανία για να δουν το Λάζαρο και να μιλήσουν μαζί του, και οι τρομαγμένοι και συγχυσμένοι Φαρισαίοι συγκάλεσαν βεβιασμένα συνέδριο του Σανχεντρίν για να αποφασίσουν τι θα έπρεπε να κάνουν με τις νέες αυτές εξελίξεις.







ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ







Ο Λάζαρος παρέμεινε στο σπίτι της Βηθανίας, όντας το κέντρο μεγάλου ενδιαφέροντος για πολλούς ειλικρινείς πιστούς και για πολυάριθμους περίεργους ανθρώπους, μέχρι την εβδομάδα της σταύρωσης του Ιησού, όταν έλαβε την προειδοποίηση ότι το Σανχεντρίν είχε διατάξει το θάνατό του. Οι κυβερνήτες των Ιουδαίων είχαν αποφασίσει να σταματήσουν την παρακάτω εξάπλωση της διδασκαλίας του Ιησού, και έκριναν καλώς ότι θα ήταν άχρηστο να θανατώσουν τον Ιησού, αν επέτρεπαν στο Λάζαρο, που αντιπροσώπευε την αιχμή της θαυματουργικής εργασίας του, να ζήσει και να αποτελεί τεκμήριο του γεγονότος ότι ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Ο Λάζαρος είχε ήδη υποστεί διώξεις από αυτούς.







Και έτσι ο Λάζαρος έφυγε βιαστικά από τις αδελφές του στη Βηθανία, εξαφανιζόμενος δια μέσου της Ιεριχούς και διασχίζοντας τον Ιορδάνη, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να ξεκουραστεί πολύ, πριν φτάσει στη Φιλαδέλφεια. Ο Λάζαρος γνώριζε καλά τον ʼμπνερ, και εδώ αισθάνθηκε ασφαλής από τις δολοφονικές ραδιουργίες του διεφθαρμένου Σανχεντρίν.







Πολύ σύντομα η Μάρθα και η Μαρία ξεπούλησαν τα χωράφια τους στη Βηθανία και συνάντησαν τον αδελφό τους στην Περαία. Εν τω μεταξύ, ο Λάζαρος είχε γίνει ταμίας της εκκλησίας της Φιλαδέλφειας. Έγινε θερμός υποστηρικτής του ʼμπνερ στην αντιπαράθεσή του με τον Παύλο και την εκκλησία της Ιερουσαλήμ και τελικά πέθανε, όταν ήταν 67 ετών, από την ίδια αρρώστια που του προκάλεσε το θάνατο όταν ήταν νεότερος στη Βηθανία.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη