«Αναστάσεως ημέρα λαμπρηνθώμεν λαοί...»

«Αναστάσεως ημέρα λαμπρηνθώμεν λαοί...» 

Υπό Αιδεσιμολ. Δημητρίου Λυμπεροπούλου. Εφημερίου Ιερού Ναού Προφήτου Ηλιού Τριπόλεως.

 Ανασταίνεται η φύσις. Ανασταίνονται οι άνθρωποι. Μέσα στο μεγάλο αυτό γεγονός που εορτάζει η Χριστιανωσύνη, θεωρώ καθήκον να παραθέσω αυτούσια τα λόγια του μεγάλου Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου πεζογράφου, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την «κορυφή των κορυφών» κατά τον ποιητή Καβάφη, που τόσον γλαφυρά με τρόπον αριστοτεχνικόν, περιγράφει την νύκταν της Αναστάσεως, σε συνδιασμό με την αναστημένην φύσιν. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το μυθιστορημά του, «Στην αγί – Αναστασά 1892». Το αισθητικό του πρόσωπον παραμένει καθαρό και διαυγές, ανέγγιχτο από την αχλύ του αδυσώπου χρόνου. Μνημονεύω Παπαδιαμάντη, όχι επειδή το ορίζει ο ποιητής, αλλά κυρίως επειδή το επιτάσσει η ψυχή. Ιδού μια δυνατή απόχρωσις στον πλούσιον αισθηματικόν πίνακα του ιδίου του Παπαδιαμάντη, για να τονίση την σκηνοθετική του ματιά, στην αλλαγή των αμφίων του Ιερέως. «Ο Ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε να αναγινώσκη την παννυχίδα και το κύματι θαλάσσης, όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλον ιόχρουν μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλλη μελωδικώς. Δεύτε λάβετε φως... Ωραία δε και γλυκεία ήτο η σκηνή, εντός του ερειπίου εκείνου, 1 επιβλητικού εις την όψιν, αγλαιζομένου από το τρέμον, υπό την πνοή της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων. Σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω, γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνως....με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσάς φολίδας, υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων...Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι τηε Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθιά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε πρός καιρόν το θρηνώδες άσμα του». Ο ίδιος έγραψε στον (Λαμπριάτικο Ψάλτη 1893,) «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δε θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη.» Γι' αυτά τα ήθη και έθιμα, θα γυρίσω την μηχανήν του αέναου χρόνου, δεκαετίες πριν, να αναφερθώ στις παλιές εκείνες ανθρώπινες αγνές εποχές, και μάλιστα στη ζωή των κατοίκων του χωριού. Απλοϊκοί οι άνθρωποι, βασισμένοι στις πλούσιες χριστιανικές ορθόδοξες καταβολές, και την αγάπην για την πατρίδα, προετοιμάζοντο για την μεγάλη γιορτή (της Λαμπρής όπως έλεγαν). Μικροί και μεγάλοι στο πόδι. Ένα πραγματικό πανηγύρι.Η Μεγάλη Βδομάδα καθιερωμένη για την πλήρη προετοιμασία. Να ασπρίσουν με ασβέστη τις αυλές, τις ξερόμαντρες. Κάποια παιδιά να βοσκίσουν τα πρόβατα. Ο πατέρας να φέρει τα ξύλα για το τζάκι και το φούρνο. Τη Μεγάλη Πέμπτη ή το Μεγάλο Σάββατο, η Μάννα να βάψει τα κόκκινα αυγά. Να ψήσει τα γαλοκούλουρα. Να ζυμώση τη Λαμπροκουλούρα, να την 2 κεντίση με το ίδιο το ζυμάρι, να βάλη στη μέση το κόκκινο αυγό έτοιμη για το φούρνο. Τη Μεγάλη Βδομάδα όπως την έλεγεν έκαναν αυστηρή νηστεία. Τη Μεγάλη Πέμπτη έπιναν λίγο Ξύδι, εις ανάμνησιν του όξους που έδωσαν οι σταυρωταί στον Χριστόν, όταν είπε την λέξη “διψώ”. Το βράδυ θα πάνε στα 12 Ευαγγέλια, με το ψυχούδι στο χέρι οι γιαγιές, σπάγγος βουτηγμένος σε καθαρό λιωμένο κερί, που πάγωνε και γινόταν ένα κουβάρι φυτίλι. που άναβαν και το βάσταγαν σε όλες τις ολονυχτίες όπως τις λέγανε, για τις ψυχές των πεθαμένων. Τη Μεγάλη Παρασκευή ετοιμάζανε τα κόλλυβα, να πάνε οι γυναίκες στο Νεκροταφείο, να ψάλη ο παπάς τα τρισάγια στους τάφους των προσφιλών των νεκρών. Όταν τελείωσαν περίμεναν τα παιδάκια με τα μαντήλια στο χέρι να πάρουν τα κόλλυβα, που τα περίμεναν με λαχτάρα, να συγχωρέσουν. Τα θεωρούσαν και σαν ένα είδος γλυκίσματος. Το βράδυ θα πάνε όλοι στην Εκκλησία, στον Επιτάφιο, που έχουν στολίσει τα παιδιά με κρίνα από τους αγρούς και άλλα αγριολούλουδα. Η περιφορά σε όλο το χωριό. Με ένα κερί στο χέρι ψάλλουν, η ζωή εν Τάφω. Αι -γενεαί πάσαι...περνώντας μέσα στα στενά χωματένια δρομάκια, κάτω από ασέληνη νύχτα. Επιστροφή στο Ναό, να πάρουν λουλούδια για ευλογία και φυλακτό. Το Μεγάλο Σάββατο θα ετοιμάσουν τα γιορτινά τους ρούχα, θα σιδερώσουν με το σίδερο με τη θράκα από το τζάκι, τη φουστενέλλα του παππού, το κεντισμένο μαυροφούστανο της γιαγιάς, και όλοι μαζί θα πάνε το βράδυ στην Εκκλησία για την Ανάσταση. Καθώς ψάλλει ο παπάς το “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ”, αντηχούν οι κρότοι από τα πετρακλίδια και τα βαρελότα που φτιάξαν τα παιδιά. Θα επιστρέψουν στο σπίτι με αναμμένες τις αναστάσιμες λαμπάδες, και πάνω από την πόρτα του σπιτιού θα σχηματίσουν με τον καπνό τους το σημείον 3 του σταυρού. Θα τσιουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά, και θα γευθούν την ζεστή μαγειρίτσα.- Τα χαράματα της Κυριακής του Πάσχα, θα ανάψη ο Πατέρας τη φωτιά στο αλώνι να πέση η θράκα, και σε δυό Ξύλινες φούρκες θα στερεώση το σουβλί με το αρνί. Αρκετές ώρες για το γύρισμα της σούβλας με το χέρι. Το μεσημέρι θα ετοιμάση η Μάννα για το φαγητό. Θα στρώση στο τραπέζι το κεντημένο τραπεζομάντηλο, τις πάνινες πετσέτες φαγητού, το Ξύλινο κέδρινο κανάτι με το κρασί από το βαγένι, τη λαμπροκουλούρα, τα κόκκινα αυγά, το τυρί το καλοψημένο κρέας. Ελάτε έτοιμο το πασχαλινό τραπέζι. 8 - 10 άτομα γύρω - γύρω με τις μαξιλάρες και τα σκαμνιά. Θα κάνουν την προσευχή, θα ψάλουν το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, θα ανταλάξουν φιλιά. Ο παππούς θα σταυρώση τη λαμπροκουλούρα, και θα κόψει εκείνες τις νόστιμες τραγανές φέτες. Χρόνια πολλά, και του χρόνου να είμαστε καλά. Το απόγευμα όλοι στην ΑΓΑΠΗ. Μετά το πέρας, στο προαύλειο χώρο της Εκκλησίας ο χορός με το νταούλι, την πίπιζα και το κλαρίνο. Όμορφα παλιά ωραία χρόνια! Λες και ήταν χθές. Μα, σαν ένας ισχυρός αγέρας φύσηξε και τα πήρε μαζί του. Από τη μία πλευρά η αιμορραγία της μεταναστεύσεως τις δεκαετίες του 1950 και 1960, από την άλλη η φυγή προς τις μεγαλουπόλεις για ένα καλύτερο αύριο, και τελευταίως το σχέδιον Καποδίστρια και Καλλικράτη, άφησαν τα χωριά ορφανά και έρημα. Τα δρομάκια χορτάριασαν. Φωνές δεν ακούγονται πιά. Τα κουδουνίσματα των κοπαδιών σταμάτησαν. Τα μικρά εκείνα σπιτάκια που μεγάλωσαν ολόκληρες φαμίλιες, αφημένα τώρα βουβά στην φθορά του πανδαμάτορα χρόνου. Κάποια γεροντάκια απέμειναν πιστοί θεματοφύλακες στη γενέθλια γη, βγαίνουν στο χαγιάτι, ακουμπισμένοι στα μπαστουνάκια τους, να πάρουν λίγον καθαρόν αέρα, να θυμηθούν τα παλιά, να αγναντέψουν πέρα όσον μπορούν, και να αποχαιρετίσουν ίσως για πάντα. 4 «Χριστός γάρ εγήγερται ευφροσύνη αιώνιος. Με τους ύμνους της χαράς και της νίκης εορτάζομεν και πάλιν την εορτήν των εορτών και την πανήγυριν των πανηγύρεων, την λαμπροφόρον Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού. Το μήνυμα της Αναστάσεως, πληροί χαράς και αγαλλιάσεως τις καρδιές όλων των χριστιανών, όλων των εποχών. Των Αγγέλων οι χοροί, και όλοι εμείς χαιρόμαστε επί τη κλητή και Αγία ημέρα. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ με την βεβαιωτικήν απόκρισιν ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ που μαρτυρεί την αιώνιον καταδίκην κατά του θανάτου, την χαραυγήν της νέας βιοτής.» Αυτά το μήνυμα της λαμπροφόρου Αναστάσεως, να ηχήση παντού, σε στεργιές και σε θάλασσες, στους αιθέρες, να αφυπνιστούν υπνότουσες συνειδήσεις, να πορευθούν οι δήθεν ισχυροί της γής εις έναν αγώνα ανθρώπινον. Σε αγώνα αγάπης, αλληλεγγύης, αλτρουϊσμού φιλανθρωπίας. Να σταματήσουν οι πόλεμοι. Να πέσουν οι φράχτες και τα συρματοπλέγματα. Όχι πια άλλο αίμα αθώων. Όχι άλλοι πνιγμοί μετανααστών και προσφύγων στα παγωμένα νερά του Αιγαίου. Τα κράνη να γίνουν ζεστές φωλιές. Τα πολεμικά όπλα άροτρα. Τα τάνκς γεωργικά μηχανήματα, να καλλιεργηθή η γη και να αποδώση ευκλεείς καρπούς. Τα πολεμικά αεροσκάφη να γίνουν Πανεπιστήμια. Τα υποβρύχια Νοσοκομεία, οι πυρηνικές κεφαλές ευαγή ιδρύματα. Έτσι θα επέλθην η πολυπόθητη ειρήνη. «Το όλοι μαζί μπορούμε», να γίνει το εγερτήριον σάλπισμα. Διαχρονικά τα λόγια του διάσημου Ρώσου συγγραφέως Άλεξ Σολζενίτσιν, να μας συμβουλεύη: (Το νόημα της ζωής δεν έγκειται στην αναζήτησιν της υλικής επιτυχίας, αλλά στην τάσιν της ψυχής για μια άξια πνευματική ανάπτυξι. Ας ζητήσωμεν το θερμό χέρι του Θεού, που το απωθήσαμε με τόση 5 επιπολαιότητα και οίησι. Βραβείον Νόμπελ)»

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη